σημειωμα

Η πιο όμορφη ερωτική ιστορία που άκουσ είναι αυτή που μου διηγήθηκαν οι γονείς μου. Η δική τους ιστορία. Ξεκινούσε η δεκαετία του ’40. Δύσκολη εποχή. Εκείνος Επτανήσιο, απ’ την Λευκάδα, ηλεκτρολόγος του δημοτικού (τότε) Νοσοκομείου. Εκείνη ντόπια, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, νοσοκόμα στο ίδιο νοσοκομείο. Ερωτευμένος εκείνος πολύ, αποθαρρυμένος όμως από την αδιαφορία της. Με τίποτε δεν γλύκαινε η διάθεσή της. Φίλοι και συνάδελφοι αποδύθηκαν σε προσπάθειες να πειστεί, μη χάσει “το καλό παιδί”, οι οποίες κάποτε απέδωσαν. Αρραβωνιάσματα με το ζόρι. Όλα έδειχναν ναυάγιο…Ώσπου κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Στην πύλη του νοσοκομείου φεύγοντας για το μέτωπο, έτοιμος εκείνος να της επιστρέψει τη βέρα και την ελευθερία της. Καμιά φορά, όμως, στις κρίσιμες στιγμές έρχεται η ανατροπή. Από μέσα της αναδύθηκαν καινούργια συναισθήματα. Του άνοιξε την αγκαλιά της και του υποσχέθηκε ζωή. Την ζωή της. Έτσι τον αποχαιρέτησε γνωρίζοντάς του ακόμη λόγο επιστροφής. Την αγάπη της.

Μετά από μήνες στα βουνά της Αλβανίας επέστρεψε στο ίδιο νοσοκομείο με βαριά τραυματισμένο το ένα του χέρι. Τις άσχημα φορτισμένες εκείνες μέρες, και τόσο κοπιαστικές για τους γιατρου΄ς με τους εκατοντάδες τραυματίες, πολλές φορές η εύκολη και γρήγορη λύση ήταν ο ακρωτηριασμός. Το ίδιο αποφασίστηκε και στην περίπτωσή του. Εκείνη επενέβη. Μπήκε στο χειρουργείο. Έκλαψε..παρακάλεσε..Απαίτησε! Κι ο τραυματίας κέρδισε το χέρι του.

Ξεκίνησαν την κοινή ζωή τους σε μια γειτονιά-φωλιά στην Άνω Πόλη της Σαλονίκης, δίπλα στα ανατολικά τείχη όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εγώ κι η αδελφή μου. Σκηνικό, το ίδιο πάντα. Οι εποχές μόνον άλλαζαν χρώματα. Η ομίχλη έκρυβε συχνά τα σχήματα. Τις σκεπές, την παλιά βρύση του δρόμου, τις καγκελόπορτες, τα παράθυρα, το μαντρότοιχο του νοσοκομείου. Η βροχή γυάλιζε το καλντερίμι μέχρι να σηκωθεί ο Βαρδάρης, να διώξει τα σύννεφα για να πέσει ο πρώτος ήλιος στο κάστρο και μετά στην ακακία της αυλής. Μια γειτονιά με ντόπιους και πολλούς πρόσφυγες. Πρόσφυγες που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν, με το ένα πόδι ακόμη, στην απέναντι στεριά, που ήξεραν να γιορτάζουν τις λύπες τους με τραγούδια-λυγμούς κι ιστορίες-φωτιές για να μείνει το “χθες” τους ζωντανό. Μα τι όμορφοι Έλληνες! Όταν συννεφιάζει ο Αϊβαλιώτης γείτονας, καθώς σκεφτόταν το χαμένο περιβόλι του, άστραφτε και βρόνταγε το γέλιο της Σμυρνιάς κι η διάθεση άλλαζε. Ευλογία.

Χρόνια μετά έμαθα ότι στην ίδια γειτονιά και γύρω απ’ αυτήν πριν από μένα είχε περπατήσει παιδί ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Είχα πάντα την εντύπωση ό,τι σ’ αυτήν την περιοχή όπου ζήσαμε χτυπούσε η καρδιά της πόλης. Έπαιρνα σβάρνα δρόμους και σοκάκια και χανόμουνα ψάχνοντας ό,τι πάλιωνε στους αιώνες και στοίχειωνε στο θρύλο του, με μυστήρια σκοτάδια, αινιγματικά μισοσκόταδα ή ανόθευτο φως. Αν με ακολουθήσετε στη βόλτα μου, θα καταλάβετε τι εννοώ…Πίσω από το Δημοτικό Νοσοκομείο, “Άγιος Δημήτριος” σήμερα, ξεχύνεται το δάσος του Σέιχ Σου. Τόπος των κοντινών μας εκδρομών, αλλά και καταφύγιο του έρωτα. Σταμάτησε ξαφνικά να είναι δημοφιλής προορισμός, όταν εμφανίστηκε ο “Δράκος του Σέιχ Σου”. Ποιος να πλησιάσει πλέον βραδάκι εκεί..Πανικός..

Δυτικά του δάσους το κάστρο του Επταπυργίου με τις φυλακές του Γεντί Κουλέ. Πολλές φορές με πήγαιναν τα βήματά μου εκεί. Ανέβαινα στην ίδια πάντα πολεμίστρα, καθόμουνα στην ίδια πέτρα και περίμενα. Ήξερα ότι θα ακούσω τους φυλακισμένους, άντρες και γυναίκες, να φωνάζουν από το παράθυρα των κελιών τους κουβέντες ή συνθήματα, προσπαθώντας να επικοινωνήσουν μεταξύ τους ή με τον έξω κόσμο. Μα εκείνο που ΄΄ήθελα περισσότερο ήταν ν’ ακούσω το τραγούδι τους. Τραγούδι για τη μάνα, για τον έρωτα, για την απιστία, για την αδικία θεών κι ανθρώπων. Έφευγα πάντα αναστατωμένος, φορτωμένος σκέψεις. Η φυλάκιση ενός ανθρώπου ήταν ένα θέμα που μου προκαλούσε έντονο προβληματισμό. Κι αν για τους ποινικούς κρατούμενους η αιτία ήταν ορατή, για τους πολιτικούς κρατούμενους ήταν ανεξήγητη. Γιατί μάθαινα ότι κάποιοι βρίσκονταν εκεί για τους πολιτικούς τους προσανατολισμούς…

Αυτές οι επισκέψεις μου, στο κάστρο του Γεντί Κουλέ, μου έμαθαν ότι τα συναισθήματα της απόγνωσης μπορεί να είναι ένα τραγούδι που φεύγει από το παράθυρο ενός κελιού, για να σημαδέψει την εμπιστοσύνη ενός παιδιού στους ανθρώπους. Κοντά στο Γεντί Κουλέ, η πολύ παλιά Μονή Βλατάδων με τα βυζαντινά κειμήλια. Χτυπούσα τα παλιά σήμαντρα κι απαντούσαν με κραυγές τα πανέμορφα μυθικά παγώνια της αυλής της. Από εκεί, υπέροχη η θέα της πόλης.

Κατηφορίζοντας, η εκκλησία των Ταξιαρχών κι οι μικρές βυζαντινές εκκλησίες του Οσίου Δαυίβ και του Αγίου Νικολάου του Ορφανού. Δυτικότερα, ο μεγαλόπρεπα ξαναχτισμένος ναός του πολιούχου Αγίου Δημητρίου. Οι δάσκαλοί μας των Θρησκευτικών ήταν σίγουροι πως αν προσέχαμε κατεβαίνοντας μετά φόβου Θεού τις σκοτεινές καταόμβες του ναού, θα ακούγαμε φωνές από τα μαρτύρια και θα εισπνέαμε ευωδιές από το μύρο του μυροβλύτη αγίου…Δίπλα του, το παλιό τούρκικο λουτρό, κρατώντας την αρχιτεκτονική του, ο κινηματογράφος πια “Αίγλη”. Χειμερινός, με τρούλο και καμάρες, θερινός χαλικοστρωμένος, φυσικά με τα γιασεμιά του, τις πάνινες καρέκλες και τους μικροπωλητές με τα δροσιστικά αναψυκτικά στα διαλείμματα. Πάντοτε δύο έργα. Οι πειρατές των εφτά θαλασσών συναντούσαν τακτικά στην οθόνη του την Ναργκίς, τη Βιολετέρα, τη Σμαρούλα Γιούλη, τον Μίμη Φωτόπουλο κι όλους τους πιστολέρο που κυνηγούσαν ή κυνηγούσε στα γουέστερν ο Τζον Γουέιν.

Ο “Ορφέας” και το “Ιντεάλ” συμπλήρωναν την τριάδα των κινηματογράφων της γειτονιάς μας…

Εντυπωσιακό το κτίριο του Διοικητηρίου πιο πέρα, με την πασίγνωστη μαρμάρινη πλατεία του, απ’ όπου ξεκίνησαν την καριέρα τους στο ποδόσφαιρο πολλά ταλέντα της εποχής με πιο σημαντικό τον Γιώργο Κούδα.

Βαδίζοντας τώρα ανατολικά για να κλείσει ο κύκλος της γειτονιάς, μετά την Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) ανέμιζαν στη σειρά οι σημαίες της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Κάθε Σεπτέμβρη, η ΔΕΘ αναστάτωνε την ζωή μας. Με τα γεμάτα κόσμο περίπτερα, τα ακροβατικά, τα πυροτεχνήματα, το λούνα παρκ και την μαύρη μπίρα. Ένα πολύβουο πανηγύρι περίπου είκοσι ημερών. Στα τέλη κάθε περιόδου, πόλος έλξης ήταν το Παλέ ντε Σπορ λόγω του Φεστιβάλ Τραγουδιού. Οι κερκίδες γέμιζαν ασφυκτικά από κόσμο που συμμετείχε με φανατισμό στις τριήμερες εκδηλώσεις. Τότε το φεστιβάλ υποδεχόταν όλα τα μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν ένα καλό βήμα για να ακουστούν και να ξεχωρίσουν νέοι δημιουργοί και τραγουδιστές. Γι’ αυτό συμμετείχα πολλές φορές σαν διαγωνιζόμενος, αλλά αργότερα και σαν μέλος επιτροπω΄ν, όποτε μου το ζητούσαν. Πιστεύω στην χρησιμότητα του θεσμού.

Την ίδια εποχή ξεκινούσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Ο εξώστης, ανήσυχος πάντα, έτοιμος να διαφωνήσει με την οπτική των δημιουργών. Το φεστιβάλ βέβαια αυτό έχει καθιερωθεί σαν ένας πολύ σημαντικός θεσμός με διεθνή χαρακτήρα.

Πιο πάνω από την ΔΕΘ, το πανεπιστήμιο. Κτίρια πολλά, πολλές σχολές, κήποι, φοιτητές, εκδηλώσεις, ζωντάνια..

Φυσικά από το οδοιπορικό μου δεν θα μπορούσε να λείπει το καθημερινό μου πηγαινέλα στο σχολείο μου. Γ’ εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης. Αυστηρό σχολείο. Επιβλητικός ο γυμμνασιάρχης κ.Χατζηανδρέου. Μισούσα την Χημεία, λάτρευα τα Ελληνικά κι αυτό φαινόταν. Πολύ συχνά η φιλόλογος κ. Χατζηαλεξάνδρου, στο μάθημα των Ελληνικών, επέλεγε τη δική μου έκθεση ιδεών να διαβαστεί στο ακροατήριο δύο τμημάτων. Ντρεπόμουν, αλλά το χαιρόμουν κιόλας. Γενικά ήμουν ένα ήσυχο παιδί με…ανησυχίες! Ανησυχίες που ίσως από τα άλλα παιδιά μεταφράζονταν σε παραξενιές…Την ώρα, δηλαδή, που οι φίλοι μου ανακάλυπταν τα μυστικά της μπάλας, εγώ εξερευνούσα τις γωνιές της πόλης και..δανειστικές βιβλιοθήκες! Εκεί αντάμωνα με τους αγαπημένους μου συγγραφείς και ποιητές. Καζαντζάκης, Λουντέμης, Καραγάτσης, Μυριβήλης, Πηνελόπη Δέλτα, Παλαμάς, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Καββαδίας, Βάρναλης Παλαμάς, Καρυωτάκης και τόσοι άλλοι άλλαζαν θέση κάτω από το μαξιλάρι μου. Πριν από τα όνειρα της νύχτας μου χάριζαν αυτοί το δικό τους όνειρο, με το αλλιώτικο της σκέψης τους, με το ιδιαίτερο της ματιάς τους, με τη γοητεία τους. Λέξεις που μου έκαναν εντύπωση, απορίες, θαυμαστικά, ερωτηματικά, στιχάκια, αφελή ή όχι, μουτζούρες, γέμιζαν τα κρυφά μου τετράδια. Αυτή ήταν η επικοινωνία μου με όλους αυτούς τους σπουδαίους γραφιάδες, που έχουν την ευγνωμοσύνη μου γιατί καταδέχτηκαν να κρατήσουν συντροφιά, στη ζόρικη εφηβεία μου, αλλά και σ’ όλες βέβαια τις ηλικίες μου.

Πριν τελειώσω το Γυμνάσιο, μετακομίσαμε στην “άλλη” Σαλονίκη. Από την καλημέρα της διπλανής αυλής, στην σιωπή των έξι ορόφων. Πιο κοντά στο κέντρο της πόλης. Οι αποδράσεις μου συνεχίστηκαν. Οι προορισμοί άλλαξαν.

Η ΧΑΝΘ, όπου γνώρισα πολλούς μέχρι σήμερα φίλους. Η Παλιά Παραλία, με τον ήλιο να πυρπολεί τους γερανούς στο λιμάνι. Ο Λευκός Πύργος. Δυο χρόνια ανέβαινα κάθε Κυριακή τα τεράστια, όλο σκιές, κυκλικά πέτρινα σκαλοπα΄τια του για να φτάσω στον τελευταίο του όροφο όπου βρισκόταν το Σύστημα Ναυτοπροσκόπων, ναυτοπρόσκοπος επίδοξος κι εγώ…

Οι παλιές αγορές Μοδιάνο και Καπάνι με τα σφαχτά στα τσιγκέλια, τα ψάρια στα κοφίνια, τα όσπρια, τις ελιές, τα μπαχαρικάστα τσουβάλια, με το κρασί και το τσίπουρο στα ξύλινα βαρέλια. Και παντού, οι τελάληδες-μαγαζάτορες να επιμένουν για τη νοστιμιά της πραμάτειας τους.

Τα Λαδάδικα. Άλλος τόπος του μύθου της πόλης αυτός. Τριγυρνούσα κρυφά, μ’ ενοχές και φόβους, για να μάθω τι τρέχεαι στον υγρό τους λαβύρινθο. Κι όλο αυτό, με μια έγνοια να καταλάβω πού κρύβεται το συναίσθημα σ’ εκείνο το “πόσο πάει” της αγάπης…Αφουγκραζόμουνα ήχους κοινούς, που εκείνη την ώρα φαίνονταν απόκοσμοι. Πόρτες που ανοιγόκλειναν με τον αέρα, ξύλινες σκάλες που τρίζανε στα βιαστικά βήματα, χαμηλόφωνα αλισβερίσια, κοφτές κουβέντες, θυμοί αντρικοί, γυναικεία γέλια (γέλια ήτανε;) και πάνω απ’ τις εξώπορτες, λάμπες κόκκινες, θαμπές στην υγρασία, που προσπαθούσαν να προσελκύσουν τις σκιές χωρίς να αποκαλύψουν πρόσωπα στα καλωσορίσματα.

Το αεράκι του καιρού φύσηξε τα χρόνα. Η ζωή περπα΄τησε.

Τεχνική Σχολή “Ο Ευκλείδης”. (Τι γύρευα εγώ εκεί;)

Μετά στρατός, έρωτες, διορισμός στον ΟΤΕ. Αγγελική. Παιδιά. Καινούρια συναισθήματα. Δυνατά.

Η αγάπη της ποίησης παλιά, σταθερή. Το 1983 ένας φίλος μουσικός, ο Mανώλης Χρυσοστομίδης, ξέροντας αυτή την αγάπη, μου ζήτησε να γράψω στίχους, να τους μελοποιήσει, με στόχο ένα τραγούδι για τους Αγώνες Τραγουδιού Κέρκυρας που διοργάνωναν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Δήμος Κερκυραίων. Η ιδέα μού άρεσε πολύ. Κι όταν κάθησα να γράψω, δεν το φανταζόμουν ότι αυτό που θα έγραφα χωρίς στιγμή να σκεφτώ το θέμα, θα κυλούσε σα νεράκι στο χαρτί, για να τελειώσει ίσως και σε λιγότερο από μισή ώρα!

Αφού με έσπειρε μια μοίρα αυτοκρατόρισσα
……….
Αφου΄ με φε΄ρνει μονοπάτι φαναριώτικο
……….
Αφού μεθώ μ’ ένα κρασί αγιονορίτικο
……….
Αφού στον Όλυμπο οι θεοί τ’ αποφασίσανε
……….

Τέσσερα κουπλέ κι ένα ρεφρέν:
Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα…

Ναι…χωρίς να το καταλάβω η Θεσσαλονίκη αποφάσισε ότι θα ξεκινήσω την στιχουργική μου καριέρα μ’ ένα δικό της τραγούδι!

Φωτισμένοι γονείς: Γιώργος-Ωραία. Περπάτησαν σωστά ως την έξοδο. Έτσι θα μείνουν μέσα μου για πάντα.

Φωτισμένη πόλη, Θεσσαλονίκη. Φορτωμένη γερό παρελθόν, από πολιτισμούς που γέννησε, που δέχτηκε, που χάρισε. Μα περνάνε οι εποχές από δίπλα της γρήγορα. Ξεπερνάν το παρόν της, που παλιό από χρόνια ανεμίζει μεσίστιο. Και γι’ αυτό περιμένει να φανούν οι ωραίοι δικοί της μπροστάρηδες, που με τέρμα τα γκάζια θα την φέρουν εκεί, στο καινούριο της μέλλον όπου αξίζει να τρέχει. Κι απ’ τους άλλους ζητάει αλήθειες.
Όχι πια “συμπρωτεύουσα”.
Θεσσαλονίκη τη λένε…και της φτάνει.